Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
View word page
ἀτρίβων
unskilled in

ShortDef

unskilled in

Debugging

Headword:
ἀτρίβων
Headword (normalized):
ἀτρίβων
Headword (normalized/stripped):
ατριβων
IDX:
15007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15008
Key:

Data

{'content': 'unskilled in'}