Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
ἄτρομος
View word page
ἀτρίβαστος
not worn

ShortDef

not worn

Debugging

Headword:
ἀτρίβαστος
Headword (normalized):
ἀτρίβαστος
Headword (normalized/stripped):
ατριβαστος
IDX:
15005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15006
Key:

Data

{'content': 'not worn'}