Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
ἀτρόμητος
View word page
ἀτρίαστος
not admitting triplicity

ShortDef

not admitting triplicity

Debugging

Headword:
ἀτρίαστος
Headword (normalized):
ἀτρίαστος
Headword (normalized/stripped):
ατριαστος
IDX:
15004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15005
Key:

Data

{'content': 'not admitting triplicity'}