Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
ἀτριχόσαρκος
ἀτριψία
View word page
ἀτρίακτος
unconquered
ShortDef
unconquered
Debugging
Headword:
ἀτρίακτος
Headword (normalized):
ἀτρίακτος
Headword (normalized/stripped):
ατριακτος
IDX:
15003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15004
Key:
Data
{'content': 'unconquered'}