Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
ἀτριχέω
ἄτριχος
View word page
ἄτρητος
not perforated, without aperture

ShortDef

not perforated, without aperture

Debugging

Headword:
ἄτρητος
Headword (normalized):
ἄτρητος
Headword (normalized/stripped):
ατρητος
IDX:
15001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15002
Key:

Data

{'content': 'not perforated, without aperture'}