Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
ἀτρίβων
ἄτριπτος
ἄτριστος
View word page
ἄτρεστος
not trembling, unfearing, fearless
ShortDef
not trembling, unfearing, fearless
Debugging
Headword:
ἄτρεστος
Headword (normalized):
ἄτρεστος
Headword (normalized/stripped):
ατρεστος
IDX:
14999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15000
Key:
Data
{'content': 'not trembling, unfearing, fearless'}