Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
ἀτριβής
View word page
ἀτρεμία
a keeping still
ShortDef
a keeping still
Debugging
Headword:
ἀτρεμία
Headword (normalized):
ἀτρεμία
Headword (normalized/stripped):
ατρεμια
IDX:
14996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14997
Key:
Data
{'content': 'a keeping still'}