Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
ἀτρίαστος
ἀτρίβαστος
View word page
ἀτρεμής
not trembling, unmoved

ShortDef

not trembling, unmoved

Debugging

Headword:
ἀτρεμής
Headword (normalized):
ἀτρεμής
Headword (normalized/stripped):
ατρεμης
IDX:
14995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14996
Key:

Data

{'content': 'not trembling, unmoved'}