Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
ἄτρητος
ἀτριάκαστος
ἀτρίακτος
View word page
ἀτρεμαιότης
calmness

ShortDef

calmness

Debugging

Headword:
ἀτρεμαιότης
Headword (normalized):
ἀτρεμαιότης
Headword (normalized/stripped):
ατρεμαιοτης
IDX:
14993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14994
Key:

Data

{'content': 'calmness'}