Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
Ἀτρεύς
View word page
ἀτρεκής
real, genuine
ShortDef
real, genuine
Debugging
Headword:
ἀτρεκής
Headword (normalized):
ἀτρεκής
Headword (normalized/stripped):
ατρεκης
IDX:
14990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14991
Key:
Data
{'content': 'real, genuine'}