Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτραπός
ἀτραυμάτιστος
ἀτράφαξυς
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
ἀτρεκέως
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμαῖος
ἀτρεμαιότης
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
View word page
ἀτρέκεια
reality, strict truth, certainty
ShortDef
reality, strict truth, certainty
Debugging
Headword:
ἀτρέκεια
Headword (normalized):
ἀτρέκεια
Headword (normalized/stripped):
ατρεκεια
IDX:
14987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14988
Key:
Data
{'content': 'reality, strict truth, certainty'}