Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
ἀτράπεζος
ἀτραπίζω
ἀτραπιτός
ἀτραπός
ἀτραυμάτιστος
ἀτράφαξυς
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
ἀτρεκέως
View word page
ἀτράφαξυς
orach

ShortDef

orach

Debugging

Headword:
ἀτράφαξυς
Headword (normalized):
ἀτράφαξυς
Headword (normalized/stripped):
ατραφαξυς
IDX:
14979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14980
Key:

Data

{'content': 'orach'}