Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
ἀτράπεζος
ἀτραπίζω
ἀτραπιτός
ἀτραπός
ἀτραυμάτιστος
ἀτράφαξυς
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
ἀτρεκέω
View word page
ἀτραυμάτιστος
not caused by a wound

ShortDef

not caused by a wound

Debugging

Headword:
ἀτραυμάτιστος
Headword (normalized):
ἀτραυμάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ατραυματιστος
IDX:
14978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14979
Key:

Data

{'content': 'not caused by a wound'}