Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
ἀτράπεζος
ἀτραπίζω
ἀτραπιτός
ἀτραπός
ἀτραυμάτιστος
ἀτράφαξυς
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
ἀτρέκεια
View word page
ἀτραπός
short cut

ShortDef

short cut

Debugging

Headword:
ἀτραπός
Headword (normalized):
ἀτραπός
Headword (normalized/stripped):
ατραπος
IDX:
14977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14978
Key:

Data

{'content': 'short cut'}