Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
ἀτράπεζος
ἀτραπίζω
ἀτραπιτός
ἀτραπός
ἀτραυμάτιστος
ἀτράφαξυς
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
Ἀτρεΐων
View word page
ἀτραπιτός
path

ShortDef

path

Debugging

Headword:
ἀτραπιτός
Headword (normalized):
ἀτραπιτός
Headword (normalized/stripped):
ατραπιτος
IDX:
14976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14977
Key:

Data

{'content': 'path'}