Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτραγῴδητος
ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
ἀτράπεζος
ἀτραπίζω
ἀτραπιτός
ἀτραπός
ἀτραυμάτιστος
ἀτράφαξυς
ἀτραφής
ἀτράχηλος
ἀτράχυντος
ἀτρεής
Ἀτρείδας
Ἀτρείδης
View word page
ἀτραπίζω
go through, traverse

ShortDef

go through, traverse

Debugging

Headword:
ἀτραπίζω
Headword (normalized):
ἀτραπίζω
Headword (normalized/stripped):
ατραπιζω
IDX:
14975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14976
Key:

Data

{'content': 'go through, traverse'}