Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτοξος
ἀτόπαστος
ἀτόπημα
ἀτοπηματοποιός
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτόρητος
ἀτόρνευτος
ἀτόρυνητος
Ἄτοσσα
ἀτραγῴδητος
ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
ἀτράπεζος
ἀτραπίζω
View word page
ἀτραγῴδητος
not treated tragically

ShortDef

not treated tragically

Debugging

Headword:
ἀτραγῴδητος
Headword (normalized):
ἀτραγῴδητος
Headword (normalized/stripped):
ατραγωδητος
IDX:
14965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14966
Key:

Data

{'content': 'not treated tragically'}