Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτονόω
ἀτόξευτος
ἄτοξος
ἀτόπαστος
ἀτόπημα
ἀτοπηματοποιός
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτόρητος
ἀτόρνευτος
ἀτόρυνητος
Ἄτοσσα
ἀτραγῴδητος
ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτώδης
ἀτρανής
ἀτράνωτος
View word page
ἀτόρυνητος
not stirred wity a ladle

ShortDef

not stirred wity a ladle

Debugging

Headword:
ἀτόρυνητος
Headword (normalized):
ἀτόρυνητος
Headword (normalized/stripped):
ατορυνητος
IDX:
14963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14964
Key:

Data

{'content': 'not stirred wity a ladle'}