Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεροειδής
ἀερόθεν
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
ἀερομετρέω
ἀερομιγής
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
ἀεροριφής
View word page
ἀερομιγής
compounded of air

ShortDef

compounded of air

Debugging

Headword:
ἀερομιγής
Headword (normalized):
ἀερομιγής
Headword (normalized/stripped):
αερομιγης
IDX:
1495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1496
Key:

Data

{'content': 'compounded of air'}