Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄτομος
ἀτομόω
ἀτονέω
ἀτονία
ἄτονος
ἀτονόω
ἀτόξευτος
ἄτοξος
ἀτόπαστος
ἀτόπημα
ἀτοπηματοποιός
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτόρητος
ἀτόρνευτος
ἀτόρυνητος
Ἄτοσσα
ἀτραγῴδητος
ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
ἀτρακτοειδής
View word page
ἀτοπηματοποιός
one who commits absurdities
ShortDef
one who commits absurdities
Debugging
Headword:
ἀτοπηματοποιός
Headword (normalized):
ἀτοπηματοποιός
Headword (normalized/stripped):
ατοπηματοποιος
IDX:
14958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14959
Key:
Data
{'content': 'one who commits absurdities'}