Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτολμος
ἄτομος
ἀτομόω
ἀτονέω
ἀτονία
ἄτονος
ἀτονόω
ἀτόξευτος
ἄτοξος
ἀτόπαστος
ἀτόπημα
ἀτοπηματοποιός
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτόρητος
ἀτόρνευτος
ἀτόρυνητος
Ἄτοσσα
ἀτραγῴδητος
ἀτράγῳδος
ἀτρακίς
View word page
ἀτόπημα
absurdity

ShortDef

absurdity

Debugging

Headword:
ἀτόπημα
Headword (normalized):
ἀτόπημα
Headword (normalized/stripped):
ατοπημα
IDX:
14957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14958
Key:

Data

{'content': 'absurdity'}