Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτοκέω
ἀτοκία
ἀτόκιος
ἄτοκος
ἀτόλματος
ἀτολμέω
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτομόω
ἀτονέω
ἀτονία
ἄτονος
ἀτονόω
ἀτόξευτος
ἄτοξος
ἀτόπαστος
ἀτόπημα
ἀτοπηματοποιός
ἀτοπία
View word page
ἀτομόω
leave undivided

ShortDef

leave undivided

Debugging

Headword:
ἀτομόω
Headword (normalized):
ἀτομόω
Headword (normalized/stripped):
ατομοω
IDX:
14949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14950
Key:

Data

{'content': 'leave undivided'}