Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόθεν
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
ἀερομετρέω
ἀερομιγής
ἀερονηχής
ἀερονομέω
ἀερονομικός
ἀερόομαι
ἀεροπετής
ἀεροπέτης
ἀερόπλανος
ἀεροπορέω
ἀεροπόρος
View word page
ἀερομετρέω
to measure the air: to lose oneself in vague speculation
ShortDef
to measure the air: to lose oneself in vague speculation
Debugging
Headword:
ἀερομετρέω
Headword (normalized):
ἀερομετρέω
Headword (normalized/stripped):
αερομετρεω
IDX:
1494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1495
Key:
Data
{'content': 'to measure the air: to lose oneself in vague speculation'}