Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
ἀτοκέω
ἀτοκία
ἀτόκιος
ἄτοκος
ἀτόλματος
ἀτολμέω
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτομόω
ἀτονέω
ἀτονία
ἄτονος
ἀτονόω
ἀτόξευτος
ἄτοξος
View word page
ἀτόλμητος
not to be endured, insufferable

ShortDef

not to be endured, insufferable

Debugging

Headword:
ἀτόλμητος
Headword (normalized):
ἀτόλμητος
Headword (normalized/stripped):
ατολμητος
IDX:
14945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14946
Key:

Data

{'content': 'not to be endured, insufferable'}