Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
ἀτοκέω
ἀτοκία
ἀτόκιος
ἄτοκος
ἀτόλματος
ἀτολμέω
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτομόω
ἀτονέω
ἀτονία
ἄτονος
ἀτονόω
View word page
ἀτόλματος
unbearable
ShortDef
unbearable
Debugging
Headword:
ἀτόλματος
Headword (normalized):
ἀτόλματος
Headword (normalized/stripped):
ατολματος
IDX:
14943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14944
Key:
Data
{'content': 'unbearable'}