Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
ἀτοκέω
ἀτοκία
ἀτόκιος
ἄτοκος
ἀτόλματος
ἀτολμέω
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
View word page
ἄτοιχος
unwalled
ShortDef
unwalled
Debugging
Headword:
ἄτοιχος
Headword (normalized):
ἄτοιχος
Headword (normalized/stripped):
ατοιχος
IDX:
14937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14938
Key:
Data
{'content': 'unwalled'}