Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
ἀτοκέω
ἀτοκία
ἀτόκιος
ἄτοκος
ἀτόλματος
ἀτολμέω
ἀτόλμητος
View word page
ἀτμός
steam, vapor

ShortDef

steam, vapor

Debugging

Headword:
ἀτμός
Headword (normalized):
ἀτμός
Headword (normalized/stripped):
ατμος
IDX:
14935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14936
Key:

Data

{'content': 'steam, vapor'}