Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
ἀτοκέω
ἀτοκία
ἀτόκιος
ἄτοκος
ἀτόλματος
View word page
ἀτμίζω
to smoke
ShortDef
to smoke
Debugging
Headword:
ἀτμίζω
Headword (normalized):
ἀτμίζω
Headword (normalized/stripped):
ατμιζω
IDX:
14933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14934
Key:
Data
{'content': 'to smoke'}