Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
ἀτοκέω
ἀτοκία
View word page
ἀτμιδόομαι
to be turned into vapour

ShortDef

to be turned into vapour

Debugging

Headword:
ἀτμιδόομαι
Headword (normalized):
ἀτμιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
ατμιδοομαι
IDX:
14930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14931
Key:

Data

{'content': 'to be turned into vapour'}