Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
ἀτοκεῖον
View word page
ἄτμητος
not cut up, unravaged

ShortDef

not cut up, unravaged

Debugging

Headword:
ἄτμητος
Headword (normalized):
ἄτμητος
Headword (normalized/stripped):
ατμητος
IDX:
14928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14929
Key:

Data

{'content': 'not cut up, unravaged'}