Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
ἄτοιχος
View word page
ἀτμήν
a slave, servant

ShortDef

a slave, servant

Debugging

Headword:
ἀτμήν
Headword (normalized):
ἀτμήν
Headword (normalized/stripped):
ατμην
IDX:
14927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14928
Key:

Data

{'content': 'a slave, servant'}