Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
ἀτμώδης
View word page
ἀτμεύω
to be a slave
ShortDef
to be a slave
Debugging
Headword:
ἀτμεύω
Headword (normalized):
ἀτμεύω
Headword (normalized/stripped):
ατμευω
IDX:
14926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14927
Key:
Data
{'content': 'to be a slave'}