Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
ἀτμίζω
ἀτμιστός
ἀτμός
View word page
ἀτμένιος
toilsome, prepared with trouble

ShortDef

toilsome, prepared with trouble

Debugging

Headword:
ἀτμένιος
Headword (normalized):
ἀτμένιος
Headword (normalized/stripped):
ατμενιος
IDX:
14925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14926
Key:

Data

{'content': 'toilsome, prepared with trouble'}