Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτιτάλτας
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
ἀτμιδώδης
View word page
ἀτλητέω
to be unable to bear

ShortDef

to be unable to bear

Debugging

Headword:
ἀτλητέω
Headword (normalized):
ἀτλητέω
Headword (normalized/stripped):
ατλητεω
IDX:
14922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14923
Key:

Data

{'content': 'to be unable to bear'}