Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτιτάλλω
ἀτιτάλτας
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμένιος
ἀτμεύω
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμιάω
ἀτμιδόομαι
ἀτμιδοῦχος
View word page
ἀτλησικάρδιος
LSJ sv τλησικάρδιος: enduring
ShortDef
LSJ sv τλησικάρδιος: enduring
Debugging
Headword:
ἀτλησικάρδιος
Headword (normalized):
ἀτλησικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ατλησικαρδιος
IDX:
14921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14922
Key:
Data
{'content': 'LSJ sv τλησικάρδιος: enduring'}