Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτιμητέον
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμίη
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
ἀτιμώρητος
ἀτίμωσις
ἀτίνακτος
ἀτιτάλλω
ἀτιτάλτας
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἄτλας
ἄτλατος
ἀτλησικάρδιος
View word page
ἀτιτάλλω
to rear up
ShortDef
to rear up
Debugging
Headword:
ἀτιτάλλω
Headword (normalized):
ἀτιτάλλω
Headword (normalized/stripped):
ατιταλλω
IDX:
14911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14912
Key:
Data
{'content': 'to rear up'}