Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτη
ἄτηκτος
ἀτημέλεια
ἀτημελέω
ἀτημελής
ἀτημέλητος
View word page
ἀτεχνίτευτος
artless, simple

ShortDef

artless, simple

Debugging

Headword:
ἀτεχνίτευτος
Headword (normalized):
ἀτεχνίτευτος
Headword (normalized/stripped):
ατεχνιτευτος
IDX:
14869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14870
Key:

Data

{'content': 'artless, simple'}