Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀεροβαθής
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροβατικός
ἀεροδινής
ἀεροδονεόμαι
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροδρόμος
ἀεροειδής
ἀερόθεν
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερολέσχης
ἀερομαντεία
ἀερόμαντις
ἀερομαχία
ἀερόμελι
ἀερομετρέω
ἀερομιγής
ἀερονηχής
View word page
ἀερόθεν
out of the air, from on high
ShortDef
out of the air, from on high
Debugging
Headword:
ἀερόθεν
Headword (normalized):
ἀερόθεν
Headword (normalized/stripped):
αεροθεν
IDX:
1486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1487
Key:
Data
{'content': 'out of the air, from on high'}