Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτη
ἄτηκτος
ἀτημέλεια
View word page
ἀτεχνέω
to be ἄτεχνος, to be unskilful

ShortDef

to be ἄτεχνος, to be unskilful

Debugging

Headword:
ἀτεχνέω
Headword (normalized):
ἀτεχνέω
Headword (normalized/stripped):
ατεχνεω
IDX:
14866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14867
Key:

Data

{'content': 'to be ἄτεχνος, to be unskilful'}