Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτη
View word page
ἀτευχής
unequipped, unarmed

ShortDef

unequipped, unarmed

Debugging

Headword:
ἀτευχής
Headword (normalized):
ἀτευχής
Headword (normalized/stripped):
ατευχης
IDX:
14864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14865
Key:

Data

{'content': 'unequipped, unarmed'}