Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
ἄτεχνος
View word page
ἀτερψία
unpleasantness
ShortDef
unpleasantness
Debugging
Headword:
ἀτερψία
Headword (normalized):
ἀτερψία
Headword (normalized/stripped):
ατερψια
IDX:
14860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14861
Key:
Data
{'content': 'unpleasantness'}