Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
ἀτεχνία
ἀτεχνίτευτος
View word page
ἀτερπής
unpleasing, joyless, melancholy
ShortDef
unpleasing, joyless, melancholy
Debugging
Headword:
ἀτερπής
Headword (normalized):
ἀτερπής
Headword (normalized/stripped):
ατερπης
IDX:
14859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14860
Key:
Data
{'content': 'unpleasing, joyless, melancholy'}