Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
ἀτεχνέω
ἀτεχνής
View word page
ἀτερμάτιστος
unbounded

ShortDef

unbounded

Debugging

Headword:
ἀτερμάτιστος
Headword (normalized):
ἀτερμάτιστος
Headword (normalized/stripped):
ατερματιστος
IDX:
14857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14858
Key:

Data

{'content': 'unbounded'}