Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
ἀτευχής
ἀτέχναστος
View word page
ἄτερθε
aloof, apart

ShortDef

aloof, apart

Debugging

Headword:
ἄτερθε
Headword (normalized):
ἄτερθε
Headword (normalized/stripped):
ατερθε
IDX:
14855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14856
Key:

Data

{'content': 'aloof, apart'}