Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευξία
View word page
ἀτεράτευτος
nowise prodigious

ShortDef

nowise prodigious

Debugging

Headword:
ἀτεράτευτος
Headword (normalized):
ἀτεράτευτος
Headword (normalized/stripped):
ατερατευτος
IDX:
14853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14854
Key:

Data

{'content': 'nowise prodigious'}