Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
View word page
ἀτεραμνώδης
not to be softened

ShortDef

not to be softened

Debugging

Headword:
ἀτεραμνώδης
Headword (normalized):
ἀτεραμνώδης
Headword (normalized/stripped):
ατεραμνωδης
IDX:
14851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14852
Key:

Data

{'content': 'not to be softened'}