Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτελώνητος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
ἀτέρμων
ἀτερπής
ἀτερψία
View word page
ἀτεραμνότης
stubbornness
ShortDef
stubbornness
Debugging
Headword:
ἀτεραμνότης
Headword (normalized):
ἀτεραμνότης
Headword (normalized/stripped):
ατεραμνοτης
IDX:
14850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14851
Key:
Data
{'content': 'stubbornness'}