Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτελώνητος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
ἀτερμάτιστος
View word page
ἄτερ
without
ShortDef
without
Debugging
Headword:
ἄτερ
Headword (normalized):
ἄτερ
Headword (normalized/stripped):
ατερ
IDX:
14847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14848
Key:
Data
{'content': 'without'}