Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτελεσφόρητος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτελώνητος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
ἀτεράτευτος
ἀτερηδόνιστος
ἄτερθε
Ἁτέριος
View word page
ἀτενιστός
that may be gazed at

ShortDef

that may be gazed at

Debugging

Headword:
ἀτενιστός
Headword (normalized):
ἀτενιστός
Headword (normalized/stripped):
ατενιστος
IDX:
14846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14847
Key:

Data

{'content': 'that may be gazed at'}