Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀτελειότης
ἀτελείωτος
ἀτελεσιούργητος
ἀτέλεστος
ἀτελεσφόρητος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτελώνητος
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἀτένισις
ἀτενισμός
ἀτενιστός
ἄτερ
ἀτεραμνία
ἀτέραμνος
ἀτεραμνότης
ἀτεραμνώδης
ἀτεράμων
View word page
ἀτενής
strained tight, clinging

ShortDef

strained tight, clinging

Debugging

Headword:
ἀτενής
Headword (normalized):
ἀτενής
Headword (normalized/stripped):
ατενης
IDX:
14842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14843
Key:

Data

{'content': 'strained tight, clinging'}